Γράμμος

Γράμμος
Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο σκληρών μαχών κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Στην ίδια περιοχή έγιναν σκληρές μάχες μεταξύ δυνάμεων του τακτικού ελληνικού στρατού και ανταρτικών, ιδιαίτερα από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 1948 και τον Αύγουστο του 1949, στις οποίες νίκησαν τελικά οι πρώτες απωθώντας τις δεύτερες έξω από τα σύνορα. Η οροσειρά του Γράμμου υπήρξε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων στη δεκαετία του 1940 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος …   Dictionary of Greek

  • ιθύγραμμος — ἰθύγραμμος, ον (Α) ευθύγραμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εύ γραμμος, ευθύ γραμμος] …   Dictionary of Greek

  • ισόγραμμος — η, ο αυτός που έχει ίσες γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό γραμμος, μονό γραμμος] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγραμμος — η, ο (Α λεπτόγραμμος, ον) γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • μελανόγραμμος — μελανόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομό γραμμος, ποικιλό… …   Dictionary of Greek

  • Grammos (Berg) — Grammos (Γράμμος / Gramozi) Grammos. Südseite von Plikati aus gesehen. Höhe …   Deutsch Wikipedia

  • Граммос — Γράμμος …   Википедия

  • ευθύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα) σχήμα που αποτελείται από ευθείες… …   Dictionary of Greek

  • καλλίγραμμος — η, ο 1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα 2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”